τυντλάζω

τυντλάζω
τυντλ-άζω,
A = πηλοπατέω or βωλοκοπέω (acc. to Sch.), or = σκάπτειν ἀμπέλους (acc. to Hsch.), Ar.Pax 1148 (troch.); = ἐπιρραίνειν πηλῷ, Phot.:—metaph. in [voice] Pass.,

ὁ δ' ἀγνοῶν ταῦτ' εἰκότως -άζεται Sosip.1.35

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυντλάζω — Α [τύντλος] 1. α) βαδίζω ή πατώ στον πηλό, στη λάσπη β) εργάζομαι μέσα στη λάσπη 2. σκαλίζω κλήματα αμπέλου 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσω» 4. μέσ. τυντλάζομαι μτφ. δεν ξέρω τί κάνω, παθαίνω σύγχυση, τά χάνω …   Dictionary of Greek

  • τυντλάζει — τυντλάζω pres ind mp 2nd sg τυντλάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυντλάζειν — τυντλάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυντλάζεται — τυντλάζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”