- τυντλάζω
- τυντλ-άζω,A = πηλοπατέω or βωλοκοπέω (acc. to Sch.), or = σκάπτειν ἀμπέλους (acc. to Hsch.), Ar.Pax 1148 (troch.); = ἐπιρραίνειν πηλῷ, Phot.:—metaph. in [voice] Pass.,
ὁ δ' ἀγνοῶν ταῦτ' εἰκότως -άζεται Sosip.1.35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.